περίκαυστος

περίκαυστος
-ον, Α [περικαίω]
1. ο εντελώς καμμένος
2. (για σποδό) αυτός που προέρχεται από πλήρη καύση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περίκαυστον — περίκαυστος consumed masc/fem acc sg περίκαυστος consumed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαύστους — περίκαυστος consumed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαύστῳ — περίκαυστος consumed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόκαυστος — ον / ὑπόκαυστος, ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το υπόκαυστο(ν) αρχαιολ. υπόγειος θάλαμος τών ρωμαϊκών λουτρώνων ή σπιτιών, ο οποίος θερμαινόμενος μετέδιδε την θερμότητά του με αγωγούς στα επάνω λουτρά ή και στα υπόλοιπα διαμερίσματα τού κτηρίου αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”